πάτσι

πάτσι
επίρρ. ποσ., ίσα ίσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάτσι — (Pazzi). Οικογένεια ευγενών της Φλωρεντίας, που ανήκαν στο κόμμα των Γουέλφων και έδρασαν κυρίως τα τελευταία χρόνια της φλωρεντιανής δημοκρατίας. Κυριότερα μέλη ήταν οι εξής: 1. Ιάκωβος Π. Ιταλός αγωνιστής του 13ου αι. Διακρίθηκε για την ανδρεία …   Dictionary of Greek

  • πατσίζω — [πάτσι] 1. έρχομαι ίσα ίσα με κάποιον, εξισώνομαι, φθάνω ώς το ύψος κάποιου ως προς την επίδοση 2. ανταποδίδω τα ίσα, ενεργώ προς κάποιον με μια πράξη ηθικά ισάξια προς τη δική του …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… …   Dictionary of Greek

  • κιτ — (I) το άκλ. ίσα ίσα, πάτσι («ήρθαμε κιτ» ή «είμαστε κιτ» δεν οφείλει τίποτε ο ένας στον άλλο). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. quittes στη φρ. nous sommes quittes «είμαστε πάτσι, δεν χρωστάει τίποτε ο ένας στον άλλο»]. (II) το το σύνολο εξαρτημάτων που… …   Dictionary of Greek

  • μία — και μια, η (ΑΜ μία) θηλ. τού ένας (εἷς) νεοελλ. 1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας 2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα 3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα)… …   Dictionary of Greek

  • Αλφιέρι, Βιτόριο — (Vittorio Alfieri, Άστι 1749 – Φλωρεντία 1803). Ιταλός συγγραφέας. Θεωρείται o πρώτος δραματουργός της Ιταλίας. Η εξαιρετικά πολυκύμαντη ζωή του τον οδήγησε σε πολλές χώρες της Ευρώπης (Πρωσία, Αυστρία, Ελβετία, Ολλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία,… …   Dictionary of Greek

  • Γκατζίνι, Ντομένικο — (Domenico Gagini, Μπισόνε, Παβία, περ. 1420 – Παλέρμο 1492). Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Μαθήτευσε από το 1440 έως το 1446 στη Φλωρεντία, στη σχολή του Μπρουνελέσκι. Αργότερα εργάστηκε στη Γένοβα και κατασκεύασε στον μητροπολιτικό ναό το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”